ἀναλῶ

ἀναλῶ
ἀνᾱλῶ , ἀναλίσκω
use up
pres subj act 1st sg
ἀνᾱλῶ , ἀναλίσκω
use up
pres ind act 1st sg
ἀναλόω
use up
pres subj act 1st sg
ἀναλόω
use up
pres ind act 1st sg
ἀνείλω
shrink up
aor subj pass 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναλώ — (I) ἀναλῶ ( όω) (Α) βλ. ἀναλίσκω. (II) ( άω) αναλύω …   Dictionary of Greek

  • ἀνάλῳ — ἄναλος without salt masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλίσκω — (Α ἀναλίσκω και ἀναλῶ, όω, Ν και αναλώνω) 1. δαπανώ, ξοδεύω, καταναλώνω 2. ξοδεύω αλόγιστα, κατασπαταλώ 3. φθείρω, καταστρέφω σιγά σιγά (στα αρχ. μόνο στην παθ.) αρχ. 1. (για πρόσωπα) σκοτώνω, καταστρέφω 2. παθ. (για πράγματα) εκλείπω, μέ πετούν …   Dictionary of Greek

  • αναλώνω — (Μ ἀναλώνω) [ἀναλῶ Ι] για νεοελλ. σημ. βλ. ἀναλίσκω μσν. 1. κυριεύω 2. φονεύω 3. καταστρέφω 4. καταργώ, διαγράφω …   Dictionary of Greek

  • αναλώσιμος — η, ο (Μ ἀναλώσιμος, ον) [ἀναλῶ Ι] νεοελλ. αυτός που ξοδεύεται, που μπορεί να ξοδευτεί μσν. αυτός που μπορεί να καταργηθεί ή να αλλάξει …   Dictionary of Greek

  • ονάλα — ὀνάλα, ἁ (Α) (θεσσαλικός τ.) ανάλωμα, δαπάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλῶ (για την πρόθεση ον βλ. λ. ανα ), πιθ. αναλογικά προς το ουσ. δαπάνη. Στην Αρκαδική, αντίθετα, μαρτυρείται τ. δαπανούμενα, κατά το ἀναλούμενα] …   Dictionary of Greek

  • ονάλουμα — ὀνάλουμα, τὸ (Α) ονάλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλῶ (βλ. λ. ονάλα)] …   Dictionary of Greek

  • πολυανάλωτος — ον, Α 1. άσωτος, σπάταλος 2. αυτός που απαιτεί μεγάλα έξοδα, πολυδάπανος, πολυέξοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀναλῶ / ἀναλίσκω «δαπανώ» (πρβλ. ευ ανάλωτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”