αναλώ — (I) ἀναλῶ ( όω) (Α) βλ. ἀναλίσκω. (II) ( άω) αναλύω … Dictionary of Greek
ἀνάλῳ — ἄναλος without salt masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλίσκω — (Α ἀναλίσκω και ἀναλῶ, όω, Ν και αναλώνω) 1. δαπανώ, ξοδεύω, καταναλώνω 2. ξοδεύω αλόγιστα, κατασπαταλώ 3. φθείρω, καταστρέφω σιγά σιγά (στα αρχ. μόνο στην παθ.) αρχ. 1. (για πρόσωπα) σκοτώνω, καταστρέφω 2. παθ. (για πράγματα) εκλείπω, μέ πετούν … Dictionary of Greek
αναλώνω — (Μ ἀναλώνω) [ἀναλῶ Ι] για νεοελλ. σημ. βλ. ἀναλίσκω μσν. 1. κυριεύω 2. φονεύω 3. καταστρέφω 4. καταργώ, διαγράφω … Dictionary of Greek
αναλώσιμος — η, ο (Μ ἀναλώσιμος, ον) [ἀναλῶ Ι] νεοελλ. αυτός που ξοδεύεται, που μπορεί να ξοδευτεί μσν. αυτός που μπορεί να καταργηθεί ή να αλλάξει … Dictionary of Greek
ονάλα — ὀνάλα, ἁ (Α) (θεσσαλικός τ.) ανάλωμα, δαπάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλῶ (για την πρόθεση ον βλ. λ. ανα ), πιθ. αναλογικά προς το ουσ. δαπάνη. Στην Αρκαδική, αντίθετα, μαρτυρείται τ. δαπανούμενα, κατά το ἀναλούμενα] … Dictionary of Greek
ονάλουμα — ὀνάλουμα, τὸ (Α) ονάλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλῶ (βλ. λ. ονάλα)] … Dictionary of Greek
πολυανάλωτος — ον, Α 1. άσωτος, σπάταλος 2. αυτός που απαιτεί μεγάλα έξοδα, πολυδάπανος, πολυέξοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀναλῶ / ἀναλίσκω «δαπανώ» (πρβλ. ευ ανάλωτος)] … Dictionary of Greek